- ακροκνεφής
- ἀκροκνεφής, -ές (Α)1. αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά την αυγή, το ξημέρωμα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκροκνεφέςτο θαμποχάραμα, το θαμπόφεγγο, το μισόφωτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + κνέφας «πρωινό λυκόφως, αυγή»].
Dictionary of Greek. 2013.